- σταυροφύλακας
- ο / σταυροφύλαξ, -ακος, ΝΜο φύλακας τού Τιμίου Σταυρού, κατά την έκθεση του σε προσκύνηση, οφφίκιο τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek